- ἐνσημαίνει
- ἐνσημαίνομαιpres ind mp 2nd sgἐνσημαίνομαιpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενσημαίνω — ἐνσημαίνω (AM) [σημαίνω] μσν. επικυρώνω, σφραγίζω αρχ. 1. έχω σημασία, δηλώνω («ὅτι οὖν ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὗτος ὁ ἀνήρ, ἐνσημαίνει τὸ ὄνομα ὁ Ἀγαμέμνων», Πλάτ.) 2. φανερώνω, εκθέτω («ἐνσημαίνεται ἡ αναίδεια ἐν τοῑς ὀφθαλμοῑς», Λογγίνος) 3 … Dictionary of Greek